- μεγαλοδύναμος
- μεγᾰλο-δύνᾰμος [ῠ], ον,A very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοδύναμος — very powerful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδύναμος — η, ο (ΑM μεγαλοδύναμος, ον) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος ο Θεός. επίρρ... μεγαλοδυνάμως (Α) με μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Μεγαλοδύναμος — ο ο Θεός: Ας μας βοηθήσει ο Μεγαλοδύναμος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοδύναμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος: Είναι μεγαλοδύναμος ηγέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοδύναμον — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem acc sg μεγαλοδύναμος very powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδυνάμου — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδυνάμους — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδυνάμων — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδυνάμῳ — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδύναμε — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδύναμοι — μεγαλοδύναμος very powerful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)